Η σοκολάτα ξεκίνησε αρχικά ως ρόφημα. Το ποτό των Αζτέκων δεν είχε καμία σχέση με τη σοκολάτα που απολαμβάνουμε σήμερα. Ήταν πικρό και περιείχε τσίλι, μπαχαρικά, αλλά και αλεσμένο καλαμπόκι που το έκανε πιο ομοιογενές. Οι Ισπανοί ευγενείς απολάμβαναν το ρόφημα σοκολάτας με τσίλι, αρωματικό πιπέρι, γαρίφαλα, βανίλια, πέταλα λουλουδιών, καρύδια και ανάτο (ένα μπαχαρικό που θυμίζει μοσχοκάρυδο). Η ζάχαρη άρχισε να προστίθεται αρκετά αργότερα.
Το βασικό πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι κατασκευαστές σοκολάτας ήταν το βούτυρο κακάο. Αυτή η λιπαρή ουσία δεν ανακατεύονταν με τα υγρά και επέπλεε στην επιφάνεια του ροφήματος, κάνοντάς το αρκετά αποκρουστικό. Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταφέρουν οι σοκολατοποιοί να αφαιρέσουν το βούτυρο κακάο από τους αλεσμένους σπόρους κακάο. Το 1828 ο Ολλανδός χημικός Κόνραντ Βαν Χάουτεν εφηύρε μία υδραυλική πρέσα που κατάφερνε να αφαιρέσει σε σημαντικό ποσοστό το βούτυρο κακάο. Παράλληλα, εξελίχθηκαν διάφορες τεχνικές επεξεργασίας. Το «απόσταγμα κακάο» όπως λέγονταν τότε το ανάλογο της σκόνης κακάο, οδήγησε σε ποιοτικότερα, και πιο εύκολα στην παρασκευή, ροφήματα.
Πώς όμως μπήκε η πλάκα σοκολάτας στη ζωή μας; Κάποιος από τους κατασκευαστές κακάο σκέφτηκε να λιώσει το βούτυρο του κακάο και να το προσθέσει, μαζί με ζάχαρη, σε ένα μείγμα αλεσμένων σπόρων. Η βελούδινη και εύπλαστη μάζα που προέκυψε μπορούσε άνετα να χύνεται σε καλούπια και να παίρνει το σχήμα τους. Έτσι, η σοκολάτα πήρε τη σημερινή της μορφή, με πρώτη την οικογένεια σοκολατοποιών Fry να τη διαθέτει στην αγορά. Ακολούθησε η οικογένεια Cadburys και αργότερα άλλες σοκολατοβιομηχανίες των Ηνωμένων Πολιτειών.